- παραφόρῳ
- παράφορονborne asideneut dat sgπαράφοροςborne asidemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραφορώ — έω, Α βλ. παραφορούμαι … Dictionary of Greek
παραφόρωι — παραφόρῳ , παράφορον borne aside neut dat sg παραφόρῳ , παράφορος borne aside masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορούμαι — παραφορῶ, έω ΝΑ [παράφορος] νεοελλ. (μόνο το μέσ.) παραφορούμαι υποψιάζομαι, υποπτεύομαι («παραφορούντ από μακρά, μα δεν τό θεμελιώνου», Ερωτόκρ.) αρχ. 1. φέρνω και τοποθετώ κάτι μπροστά σε κάποιον, παραθέτω («ἅπαντα γὰρ σοι παρεφόρουν»,… … Dictionary of Greek
παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… … Dictionary of Greek